Η γερμανική αγορά τροφίμων και ποτών: Η Ρωσο-Ουκρανική κρίση αλλάζει τα δεδομένα

© Getty Images/tupungato

του Σταύρου Τσουρουκίδη, Blast Consulting / Lebensmittel Zeitung 

Οι ελληνικές επιχειρήσεις από τον κλάδο τροφίμων και ποτών επιδιώκουν την είσοδό τους στη γερμανική αγορά που υπόσχεται σταθερότητα συνέχεια και σύνδεση με μια δεξαμενή καταναλωτών με μεσαίο ή υψηλό εισόδημα και παραδοσιακή σύνδεση με τη μεσογειακή διατροφή.

Η γερμανική αγορά τροφίμων και ποτών μπορεί να χωριστεί σε τρία επιμέρους τμήματα από την οπτική γωνία των Ελλήνων παραγωγών τροφίμων και ποτών.

Το πρώτο τμήμα αφορά στην σχετικά εύκολα προσβάσιμη αγορά των χονδρεμπόρων ελληνικής καταγωγής που με τη σειρά τους προμηθεύουν τα ελληνικά εστιατόρια και ξενοδοχεία της Γερμανίας (αγορά HORECA) με κύρια χαρακτηριστικά τη χαμηλή επένδυση χρόνου και χρήματος στις πιστοποιήσεις ποιότητας, αφού χωρίς απαραίτητα γνώση της γερμανικής γλώσσας, πιστοποίηση της ποιότητας και σήμανσης επί του προϊόντος μπορεί κανείς να προβεί στις πρώτες πωλήσεις. Τον αρχικό ενθουσιασμό διαδέχεται βέβαια η έλλειψη επαναληπτικών παραγγελιών και συνέχειας αφού, όπως σε κάθε περίπτωση έτσι και εδώ, η μελέτη της αγοράς και οι αντίστοιχες ενέργειες σχετικά με τη σήμανση και την πολιτική τιμών είναι καθοριστικές για τη συνέχεια.

Το δεύτερο τμήμα της αγοράς αφορά σε ειδικές αγορές για διάφορες κατηγορίες. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις κάβες για τους ελληνικούς οίνους και οινοπνευματώδη και τις λαχαναγορές για τα ελληνικά φρούτα και λαχανικά. Η πρόσβαση στις αγορές αυτές προϋποθέτει την ειδική μελέτη τους και την αντίστοιχη προσαρμογή του προϊόντος και της πολιτικής που το πλαισιώνει.

Σε σχέση με την αγορά Φρούτων και Λαχανικών θα θέλαμε εδώ να αναφέρουμε το παράδειγμα Ελλήνων παραγωγών  που παρά την ιδιαίτερα αναγνωρίσιμη ποιότητα και την ισχυρή αποδοχή των προϊόντων τους σε κάποιες από τις αγορές της Κεντρική Ευρώπης δυσχεραίνουν οι ίδιοι το άνοιγμα προς τις αγορές αυτές, με την τάση τους σε παραδοσιακές πρακτικές παράκαμψης της νομότυπης και φορολογικά συμβατής διαδικασίας διακίνησης και τιμολόγησης των προϊόντων τους.

Το τρίτο τμήμα της αγοράς αφορά τη γνωστή αγορά του λιανεμπορίου στη Γερμανία. Η αγορά αυτή χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα έντονη συγκέντρωση, αφού οι τέσσερεις πρώτες σε μέγεθος αλυσίδες τροφίμων και ποτών διεξάγουν το 78,4% του συνολικού κύκλου εργασιών του λιανεμπορίου, όπως μπορεί κανείς να διακρίνει στον επισυναπτόμενο πίνακα με τους κυριότερους προμηθευτές του γερμανικού λιανεμπορίου. Από την άλλη μεριά προφανής, όπως σε κάθε ευρωπαϊκή αγορά είναι η διάκριση σε Σ/Μ και σε hard Discounters.

Ενώ υπάρχουν παραδείγματα ελληνικών προϊόντων με εξαιρετική ποιότητα, η είσοδος των προμηθευτών τους στο γερμανικό Σ/Μ  και η σύναψη συμφωνίας διάθεσης, απαιτεί συνέπεια στις αποστολές και παραδόσεις και την καταβολή σχετικά υψηλών αντιτίμων εισόδου στα ράφια. Από την άλλη η είσοδος στα hard Discounters επιτυγχάνεται με την προσφορά μιας καλής και πιστοποιημένης σε κάθε περίπτωση ποιότητας σε ιδιαίτερα χαμηλή τιμή, κάτι που μπορεί να εξελιχτεί σε φαύλο κύκλο ή boomerang, όταν οι λιγοστοί ανταγωνιστές μπουν στο παιχνίδι της μειοδοσίας τιμών και κατεβάσουν την προσφερόμενη τιμή σε επίπεδα πολύ κοντά ή και κάτω του κόστους.

Και στις δύο περιπτώσεις πάντως απαιτείται πολύ καλή ποιότητα και πλήθος πιστοποιήσεων της ποιότητας, αρχής γενομένης από το αυτονόητο πλέον IFS (International Food Standard).

Επίσης πρέπει να προσθέσουμε ότι είναι λιγοστές οι περιπτώσεις ελληνικών επιχειρήσεων τροφίμων και ποτών που κάνουν χρήση της δυνατότητας που έχουν να τεστάρουν το προϊόν τους στα ράφια των γερμανικών Σ/Μ. Ο βασικός λόγος είναι γιατί δεν γνωρίζουν ότι έχουν αυτή τη δυνατότητα ή αγνοούν την ακριβή διαδικασία, κάτι, στο οποίο μπορούν να ζητήσουν βοήθεια από ειδικές εταιρείες που εξειδικεύονται στην καθοδήγηση των εταιρειών με αυτό το στόχο.

Σε σχέση με τις ιδιαίτερες συνθήκες που επέφεραν στη γερμανική αγορά τροφίμων και ποτών εξωγενείς παράγοντες εξελίξεων, όπως η πανδημία και η ουκρανική κρίση, πρέπει να επισημάνουμε τα εξής:

Η πανδημία οδήγησε σε προσωρινή αύξηση των τιμών προϊόντων που οφείλονταν σε προσωρινή διακοπή της παραγωγής ή της δυνατότητας μεταφοράς συγκεκριμένων προϊόντων. Αυτό βέβαια είχε προσωρινό χαρακτήρα αφού μετά το πέρας της πανδημίας οι τιμές επανήλθαν στα επίπεδα ή κοντά στα επίπεδα προ της πανδημίας.

Διαφορετική όμως είναι η ανάλυση των επιπτώσεων από την ουκρανική κρίση. Αυτή με τη σειρά της οδήγησε σε μια σειρά από γεγονότα που επηρεάζουν βαθιά την αγορά τροφίμων και ποτών και δεν έχουν τον προσωρινό χαρακτήρα που είχαν οι επιπτώσεις της πανδημίας.

Συγκεκριμένα, η ουκρανική κρίση οδήγησε και οδηγεί σε σημαντικές ελλείψεις πρώτων υλών πολλών αγροτικών προϊόντων από αυτά που παρήγε και σταμάτησε λόγω της κρίσης να παράγει η Ουκρανία. Μεταξύ αυτών δεσπόζουσα θέση κατέχουν τα σιτηρά που εκτός από αυτούσια, σαν τρόφιμο,  χρησιμοποιούνται και σαν πρώτες ύλες για την παραγωγή πολλών τροφίμων, αλλά και άλλων προϊόντων, όπως τα λιπάσματα και το οινόπνευμα και άρα επηρεάζουν εφοδιαστικές αλυσίδες παραγωγής  μιας μεγάλης γκάμας προϊόντων όπως τα ζυμαρικά, τα κτηνοτροφικά και τα αλκοολούχα.

Επιπρόσθετα την παραγωγή τους σταμάτησαν στην Ουκρανία μια σειρά από σημαντικές υαλουργίες που παρήγαν φιάλες και βάζα με τα οποία προμήθευαν την ελληνική αγορά. Αυτό οδήγησε σε ελλείψεις πρώτων υλών στους παραγωγούς που χρησιμοποιούν φιάλες και βάζα στη συσκευασία των προϊόντων τους, όπως οινοποιίες, αποσταγματοποιία, τυροκόμους και παραγωγούς συσκευασμένων λαχανικών, κομπόστας και μαρμελάδας. Εδώ να σημειώσουμε ότι η μέχρι τούδε οργάνωση της αγοράς, που ήθελε τους Έλληνες παραγωγούς να προμηθεύονται τα υλικά συσκευασίας τους κατά συντριπτική πλειοψηφία από προμηθευτές της Ανατολικής Ευρώπης και λιγότερο από τους αντίστοιχους της Κεντρικής Ευρώπης τους κατέστησε πλέον ιδιαίτερα ευάλωτους σε αυξήσεις των τιμών τους.

Για να περάσουμε και στο τελευταίο μεν αλλά όχι και αντίστοιχα ασήμαντο κόστος ενέργειας μέσα από την αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας που επηρέασε ιδιαίτερα χώρες, στις οποίες η τιμολόγηση της ενέργειας επιβαρύνθηκε επιπρόσθετα από τις κερδοσκοπικές διαθέσεις των διανομέων. Έτσι ενώ χώρες της Κεντρικής Ευρώπης υπέστησαν λελογισμένες ή καλύτερα αυξήσεις στο κόστος ενέργειας, ανάλογες με την αύξηση των τιμών, οι Έλληνες παραγωγοί υπέστησαν αυξήσεις ακόμη υψηλότερες από το ποσοστό αύξησης της χρηματιστηριακής τιμής της.

Αυτό βέβαια οδηγεί σταδιακά σε ένα εντελώς νέο δεδομένο στις αγορές της Κεντρικής Ευρώπης, ήτοι στη σταδιακή μετάβαση της αγοράς τροφίμων και ποτών σε αγορά που ενώ μέχρι στιγμής ρυθμιστής ήταν ο αγοραστής, βήμα-βήμα παραδίδεται η ρύθμιση στους παραγωγούς των αγροτικών προϊόντων, με ότι θετικό ή αρνητικό μπορεί αυτό να σημαίνει για τους Έλληνες παραγωγούς τροφίμων και ποτών.